Πέμπτη 20 Μαρτίου 2008

Χανιά 2

.




. Λίγες, ελάχιστες μέρες στα Χανιά. Μιά πόλη που πρωτοείδα με αισθήματα χαράς. Η κλίμακα τής πόλης, ο κόσμος, η θάλασσα. Μιά πόλη που μπορείς να μείνεις.

. Αλλά πόσα παληά, απεριποίητα, μισοκατεδαφισμένα κτήρια.

. Κάποια άλλα πάλι, είναι σαν να βγαίνουνε από τις σελίδες τού Παπαδιαμάντη. Φτωχά, μικρά, ελάχιστοι χώροι - δοχεία ζωής, με αντίστοιχα μικρά, ήσυχα γεροντάκια που δείχνει νά 'ζησαν εκεί μιά γεμάτη ζωή. Χαρές, λύπες, γέννες, θανάτους. Μικρά σπίτια που ξεχειλίζουν αναμνήσεις. Που περιμένουν πια μόνο το αναπότρεπτο ... ( μόνο ; )

. Τελικά από αυτή την πόλη, μένει έντονη η αίσθηση τής εγκατάλειψης. Και πάλι ένα ...παράπονο· πώς θα μπορούσε να ήταν αυτή η χώρα, και πώς την κάναμε.

2 σχόλια:

W. Blackstone είπε...

Πιστεύω πως για το "Φαγκότο", το γνωστό μπαρ, θάθελες να έχεις ένα ντοκουμέντο ισάξιό του και πάντα συνισταμένη του θολού τοπίου των αλκοόλ, των υγρών ματιών, ανεπίδοτων επιστολών και αδιατύπωτων προσκλήσεων.
Πολλά φιλιά Αλέξανδρος

ΦΑΓΚΟΤΟ

Που βρήκε τέτοιο θάρρος ο πολυώνυμος
και ξεθάρρεψε μεσ’ στα Σφακιά
σπυρί το Φραγγοκάστελο, ο Γραδένιγος άφαντος
κι εσύ λιάζεσαι με τα ποδάρια ξάπλα στις καρέκλες.

Και πάει του πνιγμού το φέγγος, Μεγάλο Σάββατο
μήτε Ανάσταση δεν έχει εδώ μήτε γεωμετρία
που θα περνούσαν λέει τον Εσταυρωμένο διαγωνίως,
στο λιμάνι κατέβασαν όλον τον άργυρο οι σπιλιάδες
και δε βρήκαν χώρο οι θεομπαίχτες να σταθούν
σταλαγματιά - φωνή, φαρμάκια - υψώματα.

Μήτε που ακούστηκε ο κρότος
μόνο τον είδαν να παραπατά σε ήχο τσάμικο
λικνίστηκε στο κύμα, τα ίχνη κόκκινα
πεθαμένος Απρίλιος στον αρσανά
κι άλλες αλλόκοτες μελωδίες.

Μας πήρε το παράπονο χέρι - χέρι με τους αλγόριθμους
ο Ζήνωνας μετρά δεκαδικά πλακόστρωτα
κι o Da Molin αγναντεύει τον κάμπο,
που φύσηξε στα φύλλα της Ιτιάς
-εκκρεμές ο Καντανολέος στο σχοινί του
παρέα με θανάσιμα αμαρτήματα,
omnia mundi fumus et umbra.
(όλα τα εγκόσμια, καπνός και σκιά, μεταφράζει η Ζιλλιέτ)

Ω, τι ήλιος ήταν αυτός, ασετιλίνη τ’ ουρανού
πυροπαθής η μνημοσύνη σε βάρδιες
ανέγγιχτες σελίδες χίμηξαν να σε πνίξουν.
Τι σου ‘φταιξε το σούρουπο και το κατέβασες μονορούφι;
Κι έφαγες κανίβαλε τη νύχτα
πάνω που θα ξημέρωνε; Θεέ μου,
βραχνό πρωί σε ήχο Φαγκότο.

Γκιωνης είπε...

. Αλέξανδρε δεν χορταίνω να διαβάζω.

. Πρέπει κάποτε, σούρουπο, δίπλα στην εδώ θάλασσα ή σε κάποια κορφή, να το ξαναδιαβάσουμε κι αυτό και άλλα, και να πούμε και ν' ακούσουμε ιστορίες, δίπλα σε μιά φωτιά, ή κρατώντας ποτήρια με φωτιές στα χέρια μας.

. Κι αν έχει και κάποιες φωτιές απέναντί μας να καούμε μετά.

. Θα σού στείλω mail με περισσότερα. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ ! ! !

ShareThis